- σλαβονικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που αναφέρεται στη Σλαβονία, ιστορική περιοχή τής Κροατίας2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Σλαβονικήη σλαβονική γλώσσα3. φρ. α) «σλαβονική γλώσσα» — σλαβική γλώσσα βασισμένη πρωτίστως στις νοτιοσλαβικές διαλέκτους και κυρίως στην μοραβική, η οποία χρησιμοποιήθηκε τον 9ο αιώνα από τους Έλληνες ιεραποστόλους Κύριλλο και Μεθόδιο για τη μετάφραση τής Βίβλου στη Σλαβική και για τον εκχριστιανισμό τών Μοραβών Σλάβων, γλώσσα η οποία υιοθετήθηκε και σε αλλες σλαβικές περιοχές και παρέμεινε η εκκλησιαστική και λογοτεχνική γλώσσα των Ορθόδοξων Σλάβων σε όλη τη διάρκεια τού Μεσαίωνα και που αποτελεί το σημαντικότερο μέσο επικοινωνίας τών Ορθόδοξων Εκκλησιών τού σλαβικού κόσμουβ) «σλαβονικό αλφάβητο» — το κυριλλικό αλφάβητο, όπως λέγεται το απλουστευμένο αλφάβητο τής σλαβονικής γλώσσας που επινόησαν ο Κύριλλος και ο Μέθοδος με βάση την οξυκόρυφη μεγαλογράμματη ελληνική γραφή και το οποίο χρησιμοποίησε η ρουμανική γραπτή γλώσσα από την εμφάνιση τών πρώτων γραπτών κειμένων της τού 15ου αιώνα έως τα μέσα τού 19ου αιώνα, οπότε υιοθέτησε το λατινικό αλφάβητο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σλαβονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο].
Dictionary of Greek. 2013.